φουσάτο — το (λ. λατ.), στίφος ενόπλων που εισβάλλει σε ξένα εδάφη, στίφος εισβολέων, εχθρικά στρατεύματα: Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά (στρατιωτικό εμβατήριο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… … Dictionary of Greek
λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… … Dictionary of Greek
οσσατεύω — και φοσατεύω και φουσατεύω και φουσσατεύω και φωσατεύω Μ 1. στρατοπεδεύω 2. εκστρατεύω 3. στρατολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοσ(σ)άτον / φουσ(σ)άτον / φώσ(σ)ατον παλαιότ. τ. τού φουσάτο] … Dictionary of Greek
φοσ(σ)άτον — τὸ, ΜΑ βλ. φουσάτο … Dictionary of Greek
φοσσατικώς — Μ επίρρ. 1. σαν διώρυγα, σαν να ήταν όρυγμα 2. με στρατιωτική βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοσσάτον «τάφρος, όρυγμα» (βλ. λ. φουσάτο), μέσω αμάρτυρου επιθ. *φοσσατικός] … Dictionary of Greek
φουσσάτο(ν) — το, ΝΜ βλ. φουσάτο … Dictionary of Greek
φόσσατον — τὸ, Μ βλ. φουσάτο … Dictionary of Greek
φώσατον — και φωσᾱτον και φώσσατον, τὸ, Μ βλ. φουσάτο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek